- νταβαντούρι
- [ндавадури] ουσ. о. переполох, суматоха.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
νταβαντούρι — και νταβατούρι και ταβατούρι, το 1. έντονος θόρυβος που συνδυάζεται με αταξία και σύγχυση ως απόρροια συρροής πλήθους ανθρώπων 2. καβγάς, συμπλοκή, επεισόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tevatur «πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο»] … Dictionary of Greek
νταβατούρι — το βλ. νταβαντούρι … Dictionary of Greek
ταβατούρι — το, Ν βλ. νταβαντούρι … Dictionary of Greek